θεμέλι
(ουσ. ουδ.)
θεμέλι
[θeˈmeli]
Σινασσ., Τελμ.
τ͑εμέλι
[tʰeˈmeli]
Σίλ., Τελμ., Φάρασ.
τ͑εμέλ'
[tʰeˈmel]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μισθ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
νταμάλ'
[daˈmal]
Μισθ.
Aπό το αρχ. ουσ. θεμέλιον. Οι τύπ. (ν)τ- με πιθ. η επίδρ. του τουρκ. ουσ. temel < ελλ. θεμέλιο (αντιδάν.).
Θεμέλιο
ό.π.τ.
:
Γιαρντώ νταμάλια
(Σκάβω θεμέλια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρεύ' αθρωπιού qουρπάν' το τ͑εμέλ'
(Θέλει ανθρώπινη θυσία το θεμέλιο, ενν. του παραμυθιακού γεφυριού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Άνοιζαν τ͑εμέλ', τα τσ̑οκούρ', μαστόρ'
(Άνοιγαν θεμέλια, τους λάκκους, οι χτίστες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σάιξαν δου κοκονό, γύριζαν ντου σα τ͑εμέλια γύρω γύρω
(Έσφαζαν τον κόκκορα, τον γύριζαν γύρω γύρω στα θεμέλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Χέκου ντεμέλια
(Βάζω θεμέλια˙ θεμελιώνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σέκνου τ͑εμέλι
(Βάζω θεμέλιο˙ το ίδιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Να 'υρεύ' νά ποίκ' σπίτι πασ̑λάτει στό τ͑εμέλι
(Αν θέλεις να χτίσεις σπίτι άρχισε από το θεμέλιο˙ κάθε εργασία πρέπει να έχει σταθερές βάσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Γιατί κλαίω, καλένα μου; Έπεσε το σακκί σο δόλιο το θεμέλι
και κανείς δέ 'ναι να με το φέρει (Γιατί κλαίω, καλή μου; Έπεσε το σακκί στο δόλι το θεμέλιο
και δεν υπάρχει κανείς να μου το φέρει) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. ποδαριά
και κανείς δέ 'ναι να με το φέρει (Γιατί κλαίω, καλή μου; Έπεσε το σακκί στο δόλι το θεμέλιο
και δεν υπάρχει κανείς να μου το φέρει) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. ποδαριά