θέκνημα
(ουσ.)
σέκνημα
[ˈseknima]
Ουλαγ.
θέξημα
[ˈθeksima]
Φάρασ.
Aπό το ρ. θέκνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. θέξημα με βάση το θ. αορ. θεξ-.
1. Τοποθέτηση
ό.π.τ.
:
Ντο τσικ-κί ντο τουνdούρ’ ντο σέκνημα σάνκι ένα ζόρ’ σ̑έι ’ναι
(Το να βάλεις το τσουκάλι στο τουντούρι σάμπως είναι δύσκολο πράγμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
θέξιμο
2. Στρώσιμο
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025