ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θέκνημα (ουσ.) σέκνημα [ˈseknima] Ουλαγ. θέξημα [ˈθeksima] Φάρασ. Aπό το ρ. θέκνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. θέξημα με βάση το θ. αορ. θεξ-.
1. Τοποθέτηση Ουλαγ., Φάρασ. : Ντο τσικ-κί ντο τουνdούρ’ ντο σέκνημα σάνκι ένα ζόρ’ σ̑έι ’ναι (Το να βάλεις το τσουκάλι στο τουντούρι σάμπως είναι δύσκολο πράγμα) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Στρώσιμο Φάρασ.