ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θείος (ουσ.) θείος [ˈθios] Φάρασ. τ͑είος [ˈtʰios] Αξ., Μισθ. Θηλ. θεία [ˈθia] Φάρασ. χεία [ˈçia] Αραβαν. τεία [ˈtia] Αραβ., Μισθ. τ͑ειά [tʰça] Αξ., Γούρδ. ηρχεία [iˈrcia] Γούρδ. Αρχ. ουσ. θεῖος. Ο τύπ. θηλ. θεία μεταγν. (LSJ).
1. Θείος-θεία, αδελφός-ή γονέα ό.π.τ. : Ηρχεία μ’ ετό το βδομάρα να έρτσει σε μας (H θεία μου αυτή την εβδομάδα θα έρθει σε μας) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. άμια, αμμής, ζάζα, ιζά :1, λούβα
2. Ευγενική προσφώνηση προς άτομο μεγαλύτερης ηλικίας ό.π.τ. : Ω θείο, γλύτω με! (Θείε, γλύτωσέ με!) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'τουν άρχισιτ' να σπέριξιτ' τσαού, τι σπέριξαν, θείο; (Όταν αρχίσατε να σπέρνετε εδώ, τι σπέρνανε, θείο;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ατό τίπως τζ̑ό 'νι, ω θεία (Αυτό δεν είναι τίποτα, θειά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.