θείος
(ουσ.)
θείος
[ˈθios]
Φάρασ.
τ͑είος
[ˈtʰios]
Αξ., Μισθ.
Θηλ.
θεία
[ˈθia]
Φάρασ.
χεία
[ˈçia]
Αραβαν.
τεία
[ˈtia]
Αραβ., Μισθ.
τ͑ειά
[tʰça]
Αξ., Γούρδ.
ηρχεία
[iˈrcia]
Γούρδ.
Αρχ. ουσ. θεῖος. Ο τύπ. θηλ. θεία μεταγν. (LSJ).
2. Ευγενική προσφώνηση προς άτομο μεγαλύτερης ηλικίας
ό.π.τ.
:
Ω θείο, γλύτω με!
(Θείε, γλύτωσέ με!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'τουν άρχισιτ' να σπέριξιτ' τσαού, τι σπέριξαν, θείο;
(Όταν αρχίσατε να σπέρνετε εδώ, τι σπέρνανε, θείο;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ατό τίπως τζ̑ό 'νι, ω θεία
(Αυτό δεν είναι τίποτα, θειά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.