θέλυκα
(ουσ. θηλ.)
θέλυκα
[ˈθelika]
Μαλακ.
Πληθ.
θέλυκις
[ˈθelicis]
Μαλακ.
Aπό το ουσ. θελύκι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Θηλειά
Συνών.
θηλειά, τραχηλιά :2