θεριακωμένος
(επίθ.)
θεριακωμένος
[θerʝakoˈmenos]
Σινασσ.
Νεότ. επίθ. θηριακωμένος = τεράστιος (Mackridge 2021: 226).
1. Εύσωμος, γιγαντόκορμος
Συνών.
βουβάλι :2, γαπάς :1, ορέκας