θερμαίνω
(ρ.)
Αόρ.
θερμάθα
[θerˈmaθa]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. θερμαίνω.
Μεσοπαθ., ζεσταίνομαι
:
Χτάραξε τη νιστία, θερμάθη
(Ανασκάλισε την φωτιά, ζεστάθηκε)
Φάρασ.
-Dawk.