ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θέρισμα (ουσ. ουδ.) θέρισμα [ˈθerizma] Φάρασ. τέρισμα [ˈterizma] Μπέηκ. χ̇έρισμα [ˈxerizma] Αξ. χέρισμα [ˈçerizma] Γούρδ. χέρημα [ˈçerima] Μισθ. Γεν. θερισμάτου [θeriˈzmatu] Φάρασ. χερημάτ' [çeriˈmat] Μισθ. Μεταγν. ουσ. θέρισμα.
Θερισμός ό.π.τ. : Χερημάτ' όργου (Η γεωργική εργασία του θερισμού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Aν ντ' νυφ'ζ μας το χ̇έρισμα κανείς ντε χερίζ' (Σαν της νύφης μας το θέρισμα κανείς δεν θερίζει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'λέφρειναμ' λίου ηντουν απ ντα χερήμαdα, απ' τα αλωνήμαδα 'τουν ξέβαν ντα πατόζις (Είχαμε ξαλαφρώσει λίγο από τα θερίσματα, απ' τα αλωνίσματα, όταν βγήκαν οι πατόζες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κόπην δου νταχτύλι μ' ντου χέρημα (Κόπηκε το δάχτυλό μου στο θέρισμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ