θέρισμα
(ουσ. ουδ.)
θέρισμα
[ˈθerizma]
Φάρασ.
τέρισμα
[ˈterizma]
Μπέηκ.
χ̇έρισμα
[ˈxerizma]
Αξ.
χέρισμα
[ˈçerizma]
Γούρδ.
χέρημα
[ˈçerima]
Μισθ.
Γεν.
θερισμάτου
[θeriˈzmatu]
Φάρασ.
χερημάτ'
[çeriˈmat]
Μισθ.
Μεταγν. ουσ. θέρισμα.
Θερισμός
ό.π.τ.
:
Χερημάτ' όργου
(Η γεωργική εργασία του θερισμού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Aν ντ' νυφ'ζ μας το χ̇έρισμα κανείς ντε χερίζ'
(Σαν της νύφης μας το θέρισμα κανείς δεν θερίζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'λέφρειναμ' λίου ηντουν απ ντα χερήμαdα, απ' τα αλωνήμαδα 'τουν ξέβαν ντα πατόζις
(Είχαμε ξαλαφρώσει λίγο από τα θερίσματα, απ' τα αλωνίσματα, όταν βγήκαν οι πατόζες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κόπην δου νταχτύλι μ' ντου χέρημα
(Κόπηκε το δάχτυλό μου στο θέρισμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ