θολός
(επίθ.)
θογός
[θοˈɣos]
Φάρασ.
θεγός
[θeˈɣos]
Φάρασ.
θεός
[θeˈos]
Φάρασ.
Μεταγν. επίθ. θολός.
Θολός
:
|| Παροιμ.
Το νερό ’ς τον Γκουτσούρ’ έν’ θεό
(Το νερό του Φεβρουαρίου είναι θολό˙ πάντα βρίσκουμε κάποιον να του επιρρίψουμε ευθύνες για ένα κακό που συνέβη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
To νερό στον Κούσουρο ένι θογό
(Το νερό τον Φεβρουάριο είναι θολό)
Φάρασ.
-Lag.