ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θολός (επίθ.) θογός [θοˈɣos] Φάρασ. θεγός [θeˈɣos] Φάρασ. θεός [θeˈos] Φάρασ. Μεταγν. επίθ. θολός.
Θολός : || Παροιμ. Το νερό ’ς τον Γκουτσούρ’ έν’ θεό (Το νερό του Φεβρουαρίου είναι θολό˙ πάντα βρίσκουμε κάποιον να του επιρρίψουμε ευθύνες για ένα κακό που συνέβη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. To νερό στον Κούσουρο ένι θογό (Το νερό τον Φεβρουάριο είναι θολό) Φάρασ. -Lag.