θυμιάζω
(ρ.)
θυμιάζω
[θiˈmɲazo]
Φλογ.
τυμιάζω
[tiˈmɲazo]
Γούρδ.
χ̇υνιάζω
[xiˈɲazo]
Αξ.
χυνιάζου
[çιˈɲazu]
Μισθ.
θυμι-έσκω
[θimiˈesko]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. θυμιάζω.
Θυμιατίζω
ό.π.τ.
:
Το φσ̑άχ' ας το χ̇υνιάσουμ', ήλαχαν ντο μάτ'
(Το παιδί ας το θυμιατίσουμε, το μάτιασαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Kρούμ' χυνιάμα, χυνιάζουμ' ντου
(Ρίχνουμε θυμίαμα, το θυμιατίζουμε)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Παπα-Κελτσίχης βγαίν' παν Παρασ̑κευή και θυμιάσ̑'
(Ο παπα-Κελτσίχης βγαίνει κάθε Παρασκευή και θυμιατίζει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812