θυραμπρός
(ουσ. ουδ.)
θυραμπρό
[θiramˈbro]
Μαλακ., Φλογ.
θυραμιό
[θiraˈmɲo]
Φλογ.
Από το ουσ. θύρα και το τοπ. επίρρ. εμπρός.
Ο αύλειος χώρος μπροστά στην εξώπορτα
ό.π.τ.
:
Αν είναι και νουνάς το σπίτ' κονdά φουρκαλεί και τ' ικεινιού το θυραμιό
(Αν είναι και της νονάς το σπίτι κοντά, σκουπίζει και εκεινής το προαύλιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361