ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θώρημα (ουσ. ουδ.) θώρημα [ˈθorima] Φλογ. χιώρημα [ˈçorima] Μισθ., Ουλαγ. Aπό το ρ. θωρώ, όπου και τύπ. χιωρώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. θεώρημα.
1. Απασχόληση Μισθ. Συνών. γαβράστημα
2. Περιποίηση Ουλαγ., Φλογ. : Εκεινό με ντο χιώρημα εσέ ένα φαϊdά ντεν έχ̑' (Η περιποίηση εκείνου δεν έχει κανένα όφελος για σένα) Ουλαγ. -Κεσ.