θώρημα
(ουσ. ουδ.)
θώρημα
[ˈθorima]
Φλογ.
χιώρημα
[ˈçorima]
Μισθ., Ουλαγ.
Aπό το ρ. θωρώ, όπου και τύπ. χιωρώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. θεώρημα.
2. Περιποίηση
Ουλαγ., Φλογ.
:
Εκεινό με ντο χιώρημα εσέ ένα φαϊdά ντεν έχ̑'
(Η περιποίηση εκείνου δεν έχει κανένα όφελος για σένα)
Ουλαγ.
-Κεσ.