θυμός
(ουσ. αρσ.)
σουμός
[suˈmos]
Σίλ.
φουμός
[fuˈmos]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. θυμός.
Πβ.
φουμίζω
Θυμός
Τροποποιήθηκε: 15/04/2024