θρύμπoς
(ουσ. ουδ.)
φρύbους
[΄fribus]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. θρύμβος το οπ. από το μεσν. ουσ. θρύμβη (< αρχ. θύμβρα) με αλλαγή γεν. και συχνή στο ιδίωμα τροπή αρκτ. [θ] > [f].
Θρούμπι, θαμνώδες αρωματικό φυτό
:
Να σέκουμ’ νιούγου φρύbου ’ς φάημα
(Να βάλουμε λίγο θρούμπι στο φαγητό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6