ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θρύμπoς (ουσ. ουδ.) φρύbους [΄fribus] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. θρύμβος το οπ. από το μεσν. ουσ. θρύμβη (< αρχ. θύμβρα) με αλλαγή γεν. και συχνή στο ιδίωμα τροπή αρκτ. [θ] > [f].
Θρούμπι, θαμνώδες αρωματικό φυτό : Να σέκουμ’ νιούγου φρύbου ’ς φάημα (Να βάλουμε λίγο θρούμπι στο φαγητό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6