θυμιατίζω
(ρ.)
συμιατσίζου
[simɲaˈtsizu]
Σίλ.
χυμιατίζου
[çimɲaˈtizu]
Μισθ.
χυνιατίζου
[çiɲaˈtizu]
Μισθ.
Μεσν. ρ. θυμιατίζω.
Θυμιατίζω
ό.π.τ.
:
Χυμιατίζου ντα 'κόνις
(Θυμιατίζω τις εικόνες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κάσε Σάββατου συμιατσίζου σπίτσ̑ι μου
(Κάθε Σάββατο θυμιατίζω το σπίτι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
θυμιάζω