ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θυμιατίζω (ρ.) συμιατσίζου [simɲaˈtsizu] Σίλ. χυμιατίζου [çimɲaˈtizu] Μισθ. χυνιατίζου [çiɲaˈtizu] Μισθ. Μεσν. ρ. θυμιατίζω.
Θυμιατίζω ό.π.τ. : Χυμιατίζου ντα 'κόνις (Θυμιατίζω τις εικόνες) Μισθ. -Κοτσαν. Κάσε Σάββατου συμιατσίζου σπίτσ̑ι μου (Κάθε Σάββατο θυμιατίζω το σπίτι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. θυμιάζω