θυμώνω
(ρ.)
σουμώνου
[suˈmonu]
Σίλ.
Αόρ.
τύμωσα
[ˈtimosa]
Αραβ.
σούμωσα
[ˈsumosa]
Σίλ.
Μεσν. ρ. θυμώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. θυμόω -ῶ.