θυρίδα
(ουσ. θηλ.)
θερίδα
[θeˈriða]
Φερτάκ.
θυδίρα
[θiˈðira]
Φλογ.
θεδίρα
[θeˈðira]
Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ.
θεγίρα
[θeˈɣira]
Μαλακ.
χεdίρα
[çeˈdira]
Αραβαν.
τ͑εγίρα
[tʰeˈʝira]
Αξ.
τεχίρα
[teˈçira]
Μισθ.
τε'ίρα
[teˈira]
Μισθ., Τροχ.
στεθίρα
[steˈθira]
Τελμ.
Από το αρχ. ουσ. θυρίς. Ο τύπ. θυρίδα νεότ. Ο τύπ. θερίδα με τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού [r]. Oι τύπ. θεδίρα , χεdίρα με αντιμετάθ.
1. Κοίλωμα στον τοίχο με ράφια για την εναπόθεση σκευών, εταζέρα
ό.π.τ.
:
Χέκου ντα χουλιάρια σου τε'ίρα
(Βάζω τα κουτάλια στην εταζέρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Οπή δοκαριού ή τοίχου για προσάρτηση ή στερέωση
Τελμ., Φλογ.