ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θυρίδα (ουσ. θηλ.) θερίδα [θeˈriða] Φερτάκ. θυδίρα [θiˈðira] Φλογ. θεδίρα [θeˈðira] Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ. θεγίρα [θeˈɣira] Μαλακ. χεdίρα [çeˈdira] Αραβαν. τ͑εγίρα [tʰeˈʝira] Αξ. τεχίρα [teˈçira] Μισθ. τε'ίρα [teˈira] Μισθ., Τροχ. στεθίρα [steˈθira] Τελμ. Από το αρχ. ουσ. θυρίς. Ο τύπ. θυρίδα νεότ. Ο τύπ. θερίδα με τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού [r]. Oι τύπ. θεδίρα , χεdίρα με αντιμετάθ.
1. Κοίλωμα στον τοίχο με ράφια για την εναπόθεση σκευών, εταζέρα ό.π.τ. : Χέκου ντα χουλιάρια σου τε'ίρα (Βάζω τα κουτάλια στην εταζέρα) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Οπή δοκαριού ή τοίχου για προσάρτηση ή στερέωση Τελμ., Φλογ.
3. Φωλιά όπου γεννούν οι κότες Μισθ. Συνών. κολόκα, παχνί