θυράτης
(ουσ. αρσ.)
θυράτης
[θiˈratis]
Φάρασ.
θυράτ'ς
[θiˈrats]
Φάρασ.
Πληθ.
θυράτοι
[θiˈrati]
Φάρασ.
Από το ουσ. θύρα και το παραγωγ. επίθμ. -άτος > άτης.
Θυρωρός, φύλακας εισόδου
:
Έμπαν 'πέσου, σκότ'σαν σο ξύου τον θυράτη
(Μπήκαν μέσα, σκότωσαν στο ξύλο τον θυρωρό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.