ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θύρι (ουσ. ουδ.) θύρι [ˈθiri] Φάρασ., Φκόσ. θύρ' [θir] Ποτάμ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. θύριον.
Πόρτα ό.π.τ. : Στο θύρι μπρο του ιστάται η ναίκα τίζ έναι; (Ποια είναι η γυναίκα που στέκεται μπροστά στην πόρτα;) Φάρασ. -Αναστασ. Και εγώ με το τσ̑εφάλι μ' ας λαχτίσω το θύρ' (Kαι εγώ με το κεφάλι μου ας σπρώξω την πόρτα) Ποτάμ. -Dawk. Τα θύρια σάλ'σες τα; (Τις πόρτες τις σφάλισες;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Το θύρι ήτουνε ξυλένιο με γερά σύρτια (Η πόρτα ήτανε ξύλινη με γερούς σύρτες) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Φρ. Μη καρακώνεις το θύρι μου (Μην κλειδώνεις την πόρτα μου˙ μη μου κλείσεις στο σπίτι, μη με στείλεις φυλακή· λεγόταν πάνω σε καυγά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. 'α δώκουν τσ̑αι το σον το θύρι (Θα χτυπήσουν και την δική σου την πόρτα˙ η ίδια μοίρα μας περιμένει όλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σου σαγίρι το θύρι άτσονdου 'υρεύ' δώσ' τα (Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα˙ για μάταιες προσπάθειες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Έσ̑ει ο Θιός 'α θύρι να στσ̑επάσει, 'α θύρι να 'νοίξει (Έχει ο Θεός μιά πόρτα να κλείσει, μιά πόρτα να ανοίξει˙ Όταν νομίζουμε ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, ο Θεός δίνει μιά λύση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το σιδερώνα θύρι 'ίνεται στο ξυώνα μουχτάτσ̑ι (Η σιδερένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης˙ ακόμα και ο πιο ισχυρός θα χρειαστεί την βοήθεια του ανίσχυρου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'φότεζ να μη τσ̑αλντείς το θύρι, το θύρι τζ̑ο 'νοίζ̑εται (Αν δεν χτυπήσεις την πόρτα, δεν ανοίγει˙ πρέπει κανείς να τολμά να ζητάει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Πύλη Φλογ. : εκεί το χωριό είχαν τρία θύρια (Εκεί το χωριό είχε τρεις πύλες ) -Dawk. Μπαίν' στο καστρού θύρα (Μπαίνει από την πύλη του κάστρου ) Φλογ. -Dawk.