θύρι
(ουσ. ουδ.)
θύρι
[ˈθiri]
Φάρασ., Φκόσ.
θύρ'
[θir]
Ποτάμ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. θύριον.
Πόρτα
ό.π.τ.
:
Στο θύρι μπρο του ιστάται η ναίκα τίζ έναι;
(Ποια είναι η γυναίκα που στέκεται μπροστά στην πόρτα;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Και εγώ με το τσ̑εφάλι μ' ας λαχτίσω το θύρ'
(Kαι εγώ με το κεφάλι μου ας σπρώξω την πόρτα)
Ποτάμ.
-Dawk.
Τα θύρια σάλ'σες τα;
(Τις πόρτες τις σφάλισες;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το θύρι ήτουνε ξυλένιο με γερά σύρτια
(Η πόρτα ήτανε ξύλινη με γερούς σύρτες)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Φρ.
Μη καρακώνεις το θύρι μου
(Μην κλειδώνεις την πόρτα μου˙ μη μου κλείσεις στο σπίτι, μη με στείλεις φυλακή· λεγόταν πάνω σε καυγά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
'α δώκουν τσ̑αι το σον το θύρι
(Θα χτυπήσουν και την δική σου την πόρτα˙ η ίδια μοίρα μας περιμένει όλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σου σαγίρι το θύρι άτσονdου 'υρεύ' δώσ' τα
(Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα˙ για μάταιες προσπάθειες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Έσ̑ει ο Θιός 'α θύρι να στσ̑επάσει, 'α θύρι να 'νοίξει
(Έχει ο Θεός μιά πόρτα να κλείσει, μιά πόρτα να ανοίξει˙ Όταν νομίζουμε ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, ο Θεός δίνει μιά λύση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το σιδερώνα θύρι 'ίνεται στο ξυώνα μουχτάτσ̑ι
(Η σιδερένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης˙ ακόμα και ο πιο ισχυρός θα χρειαστεί την βοήθεια του ανίσχυρου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'φότεζ να μη τσ̑αλντείς το θύρι, το θύρι τζ̑ο 'νοίζ̑εται
(Αν δεν χτυπήσεις την πόρτα, δεν ανοίγει˙ πρέπει κανείς να τολμά να ζητάει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Πύλη
Φλογ.
:
εκεί το χωριό είχαν τρία θύρια
(Εκεί το χωριό είχε τρεις πύλες
)
-Dawk.
Μπαίν' στο καστρού θύρα
(Μπαίνει από την πύλη του κάστρου
)
Φλογ.
-Dawk.