θωρώ
(ρ.)
θωρώ
[θoˈro]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
τωρώ
[toˈro]
Φερτάκ.
χιωρώ
[çoˈro]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
χιωρού
[çoˈru]
Ουλαγ.
σωρώ
[soˈro]
Σίλ.
σ̑ωρώ
[ʃoˈro]
Σίλ.
θωρόου
[θoˈrou]
Φάρασ.
Παρατατ.
θώρεινα
[ˈθorina]
Ανακ., Ποτάμ.
χιώρεινα
[ˈçorina]
Μισθ.
Αόρ.
θώρτσα
[ˈθortsa]
Φάρασ.
χώρ'σα
[ˈxorsa]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
χιώρ'σα
[ˈçorsa]
Μισθ., Ουλαγ.
είδα
[ˈiða]
Σίλατ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
είρα
[ˈira]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
γείρα
[ˈʝira]
Γούρδ.
είdα
[ˈida]
Μισθ., Φερτάκ.
είγια
[ˈiʝa]
Αξ., Ουλαγ.
Πληθ.
αΐμ
[aˈim]
Μισθ., Τσαρικ.
αΐμας
[aˈimas]
Μισθ.
αΐμασις
[aˈimasis]
Μισθ.
αμιά
[aˈmɲa]
Φλογ.
Παθ. Μτχ.
χιωρημένου
[çoriˈmenu]
Μισθ.
Mεσν. ρ. θωρῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. θεωρῶ. Ο μεταγν. αόρ. εἶδα υποκατάστατος. Ο τύπ. αμιά με προσθήκη του αριθμτ. μια.
1. Bλέπω, εξετάζω
ό.π.τ.
:
Τα μάτσα τους ρε σωρούσ̑ι
(Τα μάτια τους δεν βλέπουν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα χρόνος θώρειναμ' τα
(Τα βλέπαμε επί έναν χρόνο)
Ανακ.
-Cost.
Χιώρ'σες το μι, ήρτε μι;
(Τον είδες, ήρθε;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σήκω, άμ', παραμύρα να ιδούμε νομάτ' ένι
(Σήκω, εμπρός, οσφρήσου να δούμε αν (εδώ) είναι άνθρωπος)
Φάρασ.
-Dawk.
Έμbην σο σπίτιν 'πέσου τσ̑αι θωρεί τί κι!
(Μπαίνει μέσα στο σπίτι και τι να δει!)
Σατ.
-Παπαδ.
Ρέν του σ̑ωρώ να έρσ̑ιτι, κι φοβούμι ζορμόντσε το γκαλαdζ̑ί μας
(Δεν τον βλέπω να έρχεται και φοβάμαι ότι ξέχασε αυτά που είπαμε)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
Κανείνα ντε θωρώ, και μαναχό μ' φοβούμαι
(Δεν βλέπω κανέναν, και μόνη μου φοβάμαι)
Τελμ.
-Dawk.
Αν χιωρήεις ένα όρομα, γκαι ντο σπίτι σ’ γιμώσ’ λερό, μούτλακ εκού χάνεται 'να κανείς
(Αν δεις ένα όνειρο, και το σπίτι σου γεμίσει νερό, τότε σίγουρα εκεί θα πεθάνει κάποιος)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Ότις πεινά θωρεί σον ύπνο του ψωμία
(Όποιος πεινάει βλέπει στον ύπνο του ψωμιά˙ ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Ασμ.
Ξανθόν κοράσον αγαπώ και με θωρεί και κλαίει
(Ξανθό κορίτσι αγαπώ και με βλέπει και κλαίει)
Τελμ.
-Lag.
2. Μτφ., ‘κοιτάζω’, περιποιούμαι, περιθάλπω
Γούρδ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
:
Θωρώ το σπίτ'
(Φροντίζω το σπίτι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γρεύω, παραθωρώ
3. Εργάζομαι, δουλεύω
Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
:
'ς ιτό ντου ντουνιά ντου χισμάτι σ' να χιωρεί
(Σ' αυτόν τον κόσμο η τύχη σου να δουλεύει (για σένα))
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τις άλλου χιώρ'σιν ντ' όργου;
(Ποιος άλλος την έκανε την δουλειά;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντεν έχου όρεξη να χιωρήσου
(Δεν έχω όρεξη να δουλέψω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τελεμεριώς χιώρειναμ' τσι νύχτα τσιμόδουμιστι
(Την μέρα δουλεύαμε και την νύχτα κοιμόμασταν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Θωρώ όργο
(Βλέπω δουλειά˙ δουλεύω)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Χιωρώ όργο
(Βλέπω δουλειά˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χιωρώ όργου
(Βλέπω δουλειά˙ το ίδιο)
Μισθ., Τσαρικ.
-Κοτσαν.
Tί θωρείς;
(Με τι ασχολείσαι;˙ Ως ερώτηση αβροφροσύνης, τι κάνεις, πώς είσαι;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
H παθ. μτχ., περιποιημένος, "δουλεμένος"
Μισθ.
4. Προσδοκώ μελλοντικό γεγονός και πράττω αναλόγως
Μισθ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Αΐμ’ τι λέει ντερέ
(Να δούμε τι λέει τώρα)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Aμιά τι ποίκες
(Nα δούμε τι έκανες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Άϊντι, Κλήμηντη μ' είπι, 'αΐμ τι να ειπούμ', γιάβρουμ
(Άντε Κλήμηντή μου, πες, να δούμε τι θα πούμε, παιδάκι μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είπι αΐμ τι θυμάσι ισύ
(Πες να δούμε τι θυμάσαι εσύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έεις κιτάπια; Φέρ' τα κιτάπια σ' αΐμ
(Έχεις έγγραφα; φέρε τα χαρτιά σου να δούμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αμιά τι ποίκες
(Για να δούμε τι έκανες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
-Άμα γιαβρούμ τζάσκαλε, να το ψάλεις; -Να διούμ'! Να διούμ'!
(-Έλα βρε παπά μου, θα το διαβάσεις;- Θα δούμε, θα δούμε!)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.