ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραθωρώ (ρ.) παραχωρίζω [paraxoˈrizo] Φλογ. Από το αρχ. ρ. παραθεωρῶ = α) εξετάζω συγκριτικά, β) λαμβάνω υπόψιν μου, έχω στο νου μου γ) αγνοώ, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Για τον τύπ. βλ. θωρώ, όπου και τύπ. χιωρώ.
Φροντίζω, περιποιούμαι ιδιαιτέρως : Το παιδί παραχώρ'σε το λίγο (Περιποιήσου λίγο καλύτερα το παιδί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. γρεύω, θωρώ