παραθωρώ
(ρ.)
παραχωρίζω
[paraxoˈrizo]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. παραθεωρῶ = α) εξετάζω συγκριτικά, β) λαμβάνω υπόψιν μου, έχω στο νου μου γ) αγνοώ, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Για τον τύπ. βλ. θωρώ, όπου και τύπ. χιωρώ.