παραδερμός
(ουσ. ουδ.)
παραδερμός
[paraðerˈmos]
Ανακ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. παραδαρμός = βάσανο, ψυχικός πόνος, όπου και τύπ. παρεδαρμός.
Οδυρμός
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025