παραδερμός
(ουσ. ουδ.)
παραδερμός
[paraðerˈmos]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. παραδαρμός = βάσανο, ψυχικός πόνος, όπου και τύπ. παρεδαρμός.
Οδυρμός
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025