ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρακάλημα (ουσ. ουδ.) παρακάλημα [paraˈkalima] Γούρδ. παρακάλεμα [paraˈkalema] Αραβαν. Μεσν. ουσ. παρακάλημα, το οπ. από το ρ. παρακαλῶ και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. παρακάλεμα νεότ.
Το παρακάλεσμα, η παράκληση ό.π.τ. : Ασ’ τα πολλά τα παρακαλέματα Χεός ΰξεν ντα και ναίκα ’πόμ’νε σο φσ̑άχ’ (Απ’ τα πολλά παρακάλια ο Θεός τους άκουσε και η γυναίκα έμεινε έγγυος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ντιλέκι