ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρακάλημα (ουσ. ουδ.) παρακάλημα [paraˈkalima] Γούρδ. παρακάλεμα [paraˈkalema] Αραβαν. Μεσν. ουσ. παρακάλημα, το οπ. από το ρ. παρακαλῶ και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. παρακάλεμα νεότ.
Παράκληση, παρακάλιο ό.π.τ. : Ασ’ τα πολλά τα παρακαλέματα Χεός ήκ'σεν ντα και ναίκα ’πόμ’νε σο φσ̑άχ’ (Απ’ τα πολλά παρακάλια ο Θεός τους άκουσε και η γυναίκα έμεινε έγκυος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πατισ̑αχιού τα σέσγια και τα παρακαλέματα ήκ'σαν dα σεραγιού τα νουμάτε κι έτρεξαν κονdά τ’ (Τις φωνές και τα παρακάλια του βασιλιά τα άκουσαν οι άνθρωποι του παλατιού και έτρεξαν κοντά του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μι τα πολλά τα παρακαλέματα ας το έπ'κε πατισ̑άχος, έν σονουνdά έν'νε ραζής (Με τα πολλά παρακάλια που της έκανε ο βασιλιάς, εν τέλει δέχθηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ντιλέκι
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025