ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμάζω (ρ.) παραμάζω [paraˈmazo] Αξ., Μαλακ., Φλογ. παραμάζου [paraˈmazu] Μισθ. παραμάω [paraˈmao] Μισθ. Αόρ. παρέμασα [paˈremasa] Αξ., Μαλακ., Φλογ. Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. μπάζω, όπου και τύπ. μάζω (< μεσν. ἐμβάζω < αρχ. ἐμβάλλω) κατ’ αντιστοιχία προς το ρ. παραμαίνω (Dawkins 1916: 632). Κατά τους Μαυροχαλυβίδη & Κεσίσογλου (1960: 115) από το ρ. παρεμβάζω το οπ. από το αρχ. παρεμβάλλω.
Μεταφέρω κάποιον ή κάτι στο σπίτι ό.π.τ. : Με το σανdίχ, το παρέμασα, εκείνα τα κορίτσ̑ια εκείνα χτανε (μέσα στο κουτί, το οπ. μετέφερα, ήταν εκείνα τα κορίτσια) Αξ. -Dawk. Ντώεκα Βαdζελιού τσ̑εριά μούλωναμ’ ντα, καλό ’ναι να τα παραμάεις στου σπίτ’ (των δώδεκα ευαγγελίων τα κεριά φύλαξέ τα, καλό είναι τα μεταφέρεις στο σπίτι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βραϋνιάσιν, να παραμάσουμ’ τα πρόγαdα σου σπίτ’ (βράδιασε να μεταφέρουμε τα πρόβατα στο σπίτι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πιάσαν ντου Σοφιά νου παραμάσ’νι (έπιασαν την Σοφία να την πάνε σπίτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το παιδί παρέμασ' το σο σπίτ' (Πήγαινε το παιδί στο σπίτι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361