παρακατίκκο
(επίρρ.)
παρ’κατίκ-κο
[parkaˈtikko]
Φάρασ.
Από το επίρρ. παρακάτω και το παραγωγ. επίθμ. -ικκο (Ανδριώτης 1948: 42).