ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμαίνω (ρ.) παραμαίνω [paraˈmeno] Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. παραμαίνου [paraˈmenu] Μαλακ., Μισθ. παρεμώ [pareˈmο] Καππ. Αόρ. επαρέμα [epaˈrema] Αξ. παρέμα [paˈrema] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ. παράμα [paˈrama] Μισθ. Προστ. Εν. παρέμα [paˈrema] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. παρεμάτ’ [pareˈmat] Αξ. Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. μπαίνω, όπου και τύπ. μαίνω. Κατά τους Μαυροχαλυβίδη & Κεσίσογλου (1960: 115) από το αρχ. ρ. παρεμβαίνω. Λανθασμένη η άποψη του Καρολίδη (1885: 204) ότι το ρ. προέρχεται από την πρόθ. παρά και το ρ. ἐμῶ.
1. Φεύγω, απομακρύνομαι από κάπου ό.π.τ. : Kι πότι έριτι, παραμαίν’, κλέφτ’ παλι ένα του φέσι τ’ (και όπως έρχεται, φεύγει και κλέβει το φέσι του βασιλιά) Μαλακ. -Dawk. Αφήκιν ντα, ήρτιν παρέμη, σέμ' απέσ’ σ’ οdά (τα άφησε (ενν. τα πρόβατα), ήρθε, έφυγε, μπήκε σε ένα δωμάτιο) Μισθ. -Dawk. Ζύγωσεν η ώρα να παραμούμ' (Ήρθε η ώρα να φύγουμε) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Ως να παραμείς, με κλώεις και τρανάς τα (Ώσπου να απομακρυνθείς, μη γυρίσεις πίσω και μη κοιτάς) Αξ. -Dawk. Παρέμα με τα πιάρα (Φύγε με τα πόδια) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Εκεί το βραΰ εσ̑ύ που μ’ αφήκες, κι ήλτες παρέμης, εγώ πήγα, ηύρα ένα μύλο (εκείνο το βράδυ, όταν εσύ έφυγες και επέστρεψες, εγώ πήγα και βρήκα έναν μύλο) Αξ. -Dawk. || Ασμ. Τα γιόμισε στον κόρφο του, κλαίει και παραμαίνει (Γέμισε μ' αυτά (τα χρήματα από την πώληση της γυναίκας του) τον κόρφο του και φεύγει κλαίγοντας) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ανοίγω, μακρύνω, φεύγω
2. Πηγαίνω κάπου, κυρ. επιστρέφω στο σπίτι μου ό.π.τ. : Εκεί ντα φσ̑άχα δεν παρέμανε κοιμήθανε σο σκόλειο (εκεί τα παιδιά δεν επέστρεψαν στο σπίτι τους, κοιμήθηκαν στο σχολείο) Φλογ. -Dawk. Παρέμι σο σπίτι τ’ (επέστρεψε στο σπίτι του) Αξ. -Dawk. Βγάλ’ κι εκεί τα ντυό γαζάνια λίρες, και με ντυό γατίρια φορτωμένα παραμαίν’ (βγάζει κι εκείνα τα δυο καζάνια λίρες και με δυο γαϊδούρια φορτωμένα επιστρέφει στο σπίτι του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βραϋνιάσι, ήρτα, παράμα (βράδιασε, ήρθα, επέστρεψα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κατέβη όλιους, να παραμούμ’ σου σπίτ’ (δυσε ο ήλιος, δηλ. νύχτωσε, να επιστρέψουμε στο σπίτι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Είχαν δα καπανιά, γιόμωναν ντα οβγά, παραμάιξαν (είχαν τις μαντήλες, γέμιζαν τα αυγά, γυρνούσαν σπίτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να φύουμ’ να παραμούμ’ (θα φύγουμε, θα επιστρέψουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ούλα τα βράυα παραμαίν' μεϋσμένου (Κάθε βράδυ γυρίζει σπίτι του μεθυσμένος) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ντ' αγρατσεί ερόδουμιστι, παραμαίνισκαμ', λύισκαμ' ντ' άλουγου (Το απόγευμα ερχόμασταν, επιστρέφαμε σπίτι, λύναμε το άλογο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Στο σπίτι μ’ με παραμαίνω (να μην προλάβω να γυρίσω στο σπίτι μου˙ ως όρκος) Αξ. -Μαυροχ. Να φαν τας ψυσ̑ές τσ̑ι να παραμούν (να φάνε οι ψυχές και να επιστρέψουν στον τόπο τους˙ το έλεγαν για τις ψυχές που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες έρχονταν κατά το Δωδεκαήμερο) || Ασμ. Να πας να τα μίξεις στο τσ̑οπάν’ να βοσ̑κηχούν, ύστερα να έρτ’ς να παραμείς (να πας να τα σμίξεις στον τσοπάνη, ύστερα να έρθεις, να επιστρέψεις) Μισθ. -Κωστ.Μ.