παρακοπή
(ουσ. θηλ.)
παρακοπή
[parakoˈpi]
Τελμ.
Παραφθορά του αρχ. ουσ. περικοπή. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. παρακοπή = α) παραχάραξη νομίσματος β) παραφροσύνη.
Διακοπή της ροής του νερού ποτίσματος
Τελμ.
:
Εκεί που πότσ̑ιναμ’ το κεπί ερχόταν του νερού παρακοπή
(Eκεί που ποτίζαμε το περιβόλι, ερχόταν περικοπή του νερού)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.