ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρακοπή (ουσ. θηλ.) παρακοπή [parakoˈpi] Τελμ. Παραφθορά του αρχ. ουσ. περικοπή. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. παρακοπή = α) παραχάραξη νομίσματος β) παραφροσύνη.
Διακοπή της ροής του νερού ποτίσματος Τελμ. : Εκεί που πότσ̑ιναμ’ το κεπί ερχόταν του νερού παρακοπή (Eκεί που ποτίζαμε το περιβόλι, ερχόταν περικοπή του νερού) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.