παραμύθι
(ουσ. ουδ.)
παραμύρι
[paraˈmiri]
Σίλ.
Πληθ.
παραμύθα
[paraˈmiθa]
Τσουχούρ.
Από το αρχ. ουσ. παραμύθιον.
Παραμύθι
ό.π.τ.
:
Οπ' ρώ τ' παραμύρι μασαν̑ίσκουμι ότσ̑ι γ-υπομονή νέ γατάρ καλή 'ν̑αι
(Από αυτό το παραμύθι μαθαίνουμε ότι πόσο καλή είναι η υπομονή)
Σίλ.
-Αρχέλ.
‘γώ τσιπ ρε λαλώ παραμύρια, ρε ξέρου
(Εγώ δεν λέω καθόλου παραμύθια, δεν ξέρω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
μασάλι