ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμύθι (ουσ. ουδ.) παραμύρι [paraˈmiri] Σίλ. Πληθ. παραμύθα [paraˈmiθa] Τσουχούρ. Από το αρχ. ουσ. παραμύθιον.
Παραμύθι ό.π.τ. : Οπ' ρώ τ' παραμύρι μασαν̑ίσκουμι ότσ̑ι γ-υπομονή νέ γατάρ καλή 'ν̑αι (Από αυτό το παραμύθι μαθαίνουμε ότι πόσο καλή είναι η υπομονή) Σίλ. -Αρχέλ. ‘γώ τσιπ ρε λαλώ παραμύρια, ρε ξέρου (Εγώ δεν λέω καθόλου παραμύθια, δεν ξέρω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. μασάλι