ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασάλι (ουσ. ουδ.) μασάλι [maˈsali] Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. μασάλ’ [maˈsal] Αξ., Μισθ. μασ̑άλ’ [maˈʃal] Μισθ. μα̈σα̈́λ’ [mæˈsæl] Αραβ., Μισθ. μεσέλ’ [meˈsel] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ. μεσ̑έλ' [meˈʃel] Αξ. μεσέλι [meˈseli] Τσουχούρ. μετέλ’ [meˈtel] Ουλαγ., Φερτάκ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. masal και mesel, όπου και διαλεκτ. τύπ. metel = α) παραμύθι β) παροιμία, παραβολή. Πβ. νεότ. ουσ. μεσελάς (Mackridge 2021: 38).
1. Παραμύθι ό.π.τ. : Τότε κάρεται κελ ογλάνης ασ’ το χύρα αποπίσω και μπασλαdίσ̑’ το μεσέλι τ’ (Τότε κάθεται ο καραφλός πίσω από την πόρτα και αρχίζει το παραμύθι του) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 638 Εγώ να σας πω ένα μεσέλ’ (Εγώ θα σας πω ένα παραμύθι) Αραβαν. -Φωστ. Είbε μι ’να μεσέλ’ (Μου είπε ένα παραμύθι) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Ας τα είπουμ’ ένα μα̈σα̈́λ’ (Ας τους πούμε ένα παραμύθι) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Τσ̑ι̂γι̂́ρ’σαν ντο να λαλήσ̑' μετέλια (Την κάλεσαν να πει παραμύθια) Ουλαγ. -Dawk. Πατισάι̂ μ’, ένα μετέλ’ ας σε πού μι̂, κρεεις μι; (Βασιλιά μου να σου πω ένα παραμύθι, θέλεις;) Ουλαγ. -Κεσ. Ντου χειμός μάιξαμ' ντα πτιάρια μας σου τουνdούρ απέσ' τσι κάκα μας λέιξιν μας μεσέλια (Τον χειμώνα βάζαμε τα πόδια μας μέσα στο ταντούρι και η γιαγιά μας έλεγε παραμύθια) Μισθ. -Κοτσαν. Μη με λες σεράντα χρονώ μασάλια (Μη μου λες παλιές ιστορίες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Καθόμαστε, λέισκαμ’ μασάλια (Καθόμαστε, λέγαμε παραμύθια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κανένα μασ̑άαλ’ έχ̇εις σα μισ̑ώτικα; (Έχεις καμιά ιστορία να μας πεις στα μιστιώτικα;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Kανά αβαλντανού μασ̑άλ’ , είπι μας λίου (Καμιά παλιά ιστορία, πες μας λίγο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ας ειπούμ' τσι λία μα̈σα̈́λια, έο! (Aς πούμε και λίγα παραμύθια, ρε!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πεχερό μ' λέισκιν ούτσ̑α πολλά μεσέλια (Ο πεθερός μου έλεγε έτσι πολλά παραμύθια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ε, σου τουντούρ' 'ντου καχόδουτι κανένα μεσέλ’ ντε σας λέιξι κάκα σας; (Ε, όταν καθόσασταν γύρω από το ταντούρι, δε σας έλεγε κανένα παραμύθι η γιαγιά σας;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. παραμύθι, Πβ. μεσελές, τεκελεμές :1
2. Παροιμία Μαλακ. Συνών. κάβλι, παραμία
3. Ανέκδοτο Μαλακ. Συνών. ασλανίχι, γιαρανλίκι, σακά
4. Άποψη, γνώμη Τροχ. : Καχόσουμεστε ’ς ένα τραπέζ’ πένd’-έξ’ άτομα και λέισ̑καμ’ πανdόνα τη γνώμη τ· εκείνο λέγεται μεσέλ’ (Καθόμασταν πέντε-έξι άτομα και ο καθένας έλεγε την γνώμη του· αυτό λέγεται μεσέλ') Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555
5. Ψέμα Μισθ. Συνών. ψέμα
6. Ως σύνδ., παραδείγματος χάριν Φάρασ. Συνών. μεσελέ
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025