μαρσίχι
(ουσ. ουδ.)
μαρσίχι
[marˈsiçi]
Πληθ.
μαρσίχα
[marˈsixa]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. marsık = μισοκαμένο κάρβουνο.
1. Κατά πληθ., μισοκαμένα κάρβουνα ή ξύλα
2. Ως επίθ., μαύρος
β.
Μαυρισμένος, ηλιοκαμένος
γ.
Σκληρός, σκληροτράχηλος
δ.
Αδιάφορος, αναίσθητος