μασαλάς
(ουσ. αρσ.)
μασ̑αλάς
[maʃaˈlas]
Αφσάρ.
μασ̑-σ̑αλ-λάς
[maʃʃalˈlas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. maşala= βραγιά, αυλάκι σε κήπο ή αμπέλι για φύτευση, όπου και διαλεκτ. τύπ. maşalla, το οπ. από το αρμεν. ουσ. mašaray = αρδευτικό κανάλι (Dankoff 1995: 104).