μάσημα
(ουσ. ουδ.)
μάσ̑κεμα
[ˈmaʃcema]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. μάσημα. Για τον τύπ. μάσ̑κεμα πβ. μασιέμαι, όπου και τύπ. μασ̑κιέμαι Αξ.
Πβ.
μασιέμαι
Μάσημα