μαρώνω
(ρ.)
μαρώνω
[maˈrono]
Φλογ.
Aπό το ρ. μαραίνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώνω.
Μαραίνομαι, ξεραίνομαι
Φλογ.
:
Ξέρωσεν, μάρωσεν
(Ξεράθηκε, μαράθηκε)
Συνών.
μαραίνω :1, ξιφροντίζω, τσιβουρκώνω :1