ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαρουκιέμαι (ρ.) μαρουκιέμαι [maruˈceme] Φάρασ. μαρουτσ̑έμαι [maruˈtʃeme] Φάρασ. μαρουdζ̑έμαι [maruˈdʒeme] Φάρασ. μαρουζιέμαι [maruˈzʝeme] Φάρασ. Παρατατ. μαρουκιέμουν [maruˈcemun] Φάρασ. μαρουζιέμουν [maruˈzʝemun] Φάρασ. Αόρ. μαρουdζ̑έστα [maruˈdʒesta] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. μηρυκῶμαι. Ο τύπ. με δωρ. [a] ήδη αρχ. Πβ. ποντ. μαρουκούμαι, και νεότ. ρ. μαρουγάζω = μηρυκάζω (Λεξ. Κριαρ.). Κατά τον Τζιτζιλή (Tzitzilis 1987α: 88) αντιδάν. μέσω του τουρκ. διαλεκτ. ουσ. marakos = μηρυκασμός, το οπ. από το ελλ. ρ. μηρυκῶμαι.
Μηρυκάζω : Βοσκ̔ιέσανdε, μαρουζιέσανdε, τρώνκανε κρομόνε ((Τα γίδια) έβοσκαν, μηρύκαζαν, έτρωγαν βλαστάρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τσαι 'πνώνκανε τα 'ίδε τσαι μαρουκιέσανdε ΄ς ως τα 'πιτόβραδα (Και κοιμόντουσαν τα γίδια και μηρύκαζαν ως το βράδυ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μαρουdζ̑έστην, τζ̑αι 'στέρου τσ̑οιμήθη (Μυρηκάστηκε, και ύστερα κοιμήθηκε, ενν. το βόδι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γκεβισλεντίζω, κεβιστιέω