ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαρμάρι (ουσ. ουδ.) μαρμέρι [marˈmeri] Φλογ. μερμέρ' [merˈmer] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. μαγμέρ' [maɣˈmer] Τροχ., Φλογ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. mermer (< αραβ. και περσ. marmar) < ελλ. μαρμάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μάρμαρον (THADS, λ. mermer).
Μάρμαρο ό.π.τ. : 'εμώθ' η μερά συγκομμένα θάλα̈, μεγμέρα̈ τζαι τσ̑οράχοι (Γέμισε το μέρος κομμένες πέτρες, μάρμαρα και λάσπες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Γούλη οπ' μερμέρι 'ναι (Είναι όλη από μάρμαρο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πότ' σαράνdιξαν τα παιδιά, θέκισκαν τα 'κεί πάνω στο μαγμέρ' (Όταν σαράντιζαν τα παιδιά, τα έβαζαν πάνω σ' εκείνο το μάρμαρο της εκκλησίας) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Ένα μερμεριού χτέρ’ (Ένα κομμάτι μάρμαρο) Φλογ. -Dawk. || Φρ. Γένεν αν ντο μερμέρ' (Έγινε σαν το μάρμαρο, μαρμάρωσε˙ έμεινε άφωνος λόγω έντονου συναισθήματος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Οπ' να 'ένεις ως το ήμ'σο σ' μερμέρ'! (Μπα που να γίνεις ο μισός μάρμαρο!˙ αρά) Αραβαν. -Φωστ.