μαργαριτάρι
(ουσ. ουδ.)
μαργαριτάρ'
[marɣariˈtar]
Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ.
μαλγαριτάρι
[malɣariˈtari]
Φλογ.
μαγλαϊτάρ'
[maɣlaiˈtar]
Αξ.
μαγλατάρι
[maɣlaˈtari]
Μισθ., Τσαρικ.
μαγλατάρ'
[maɣlaˈtar]
Τροχ.
Μεσν. ουσ. μαργαριτάρι (< υποκορ. του μεταγν. ουσ. μαργαρίτης), με ακόλουθη ανομ. υγρών και μετάθ.
Mαργαριτάρι· η λ. μόνο σε άσμ.
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Μαργαριτάρ’ είν’ ο γαμπρός και μάλαμα η νύφη
((Μαργαριτάρι είναι ο γαμπρός και χρυσάφι η νύφη· γαμήλιο))
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ340
Στολίσετε την κόρη μου και κάμετέ τη νύφη
με όλα τα νιθέρια της και τα μαργαριτάρια (Στολίστε την κόρη μου και κάν'τε τη νύφη
με όλα τα πετράδια της και τα μαργαριτάρια) Σινασσ. -Λεύκωμα Τα βόδια τ' είνdαι σαν τ' αγγέλους
και τ' αλέτιρ ασ' σο μαγλατάρ' ( Τα βόδια του είναι σαν τους αγγέλους
και το αλέτρι του από μαργαριτάρι) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. ιντζί
με όλα τα νιθέρια της και τα μαργαριτάρια (Στολίστε την κόρη μου και κάν'τε τη νύφη
με όλα τα πετράδια της και τα μαργαριτάρια) Σινασσ. -Λεύκωμα Τα βόδια τ' είνdαι σαν τ' αγγέλους
και τ' αλέτιρ ασ' σο μαγλατάρ' ( Τα βόδια του είναι σαν τους αγγέλους
και το αλέτρι του από μαργαριτάρι) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. ιντζί