μαπουσλιέχι
(ουσ. ουδ.)
μαπουσλιέχι
[mapusˈʎeçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. mahpusluk =φυλάκιση.
Φυλακή
:
Πι-έσανε το φσ̑όκκο, ήφαράν ντα σο σπίτι, κόνσαν ντα σο μαπουσλιέχι
(Πιάσανε το παιδί, το έφεραν στο σπίτι, το έρριξαν στην φυλακή)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
ζιντάνι, μαπούσι, μαπούσχανες, χαπίσι