μαραμούδιασμα
(ουσ. ουδ.)
μαραμούριασμα
[maraʹmurʝazma]
Αραβαν.
αραμούριασμα
[araʹmurʝazma]
Από το ρ. μαραμουδιάζω, όπου και τύπ. μαραμουριάζω, αραμουριάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μούδιασμα.