μαργαριτένιος
(επίθ.)
μαργαριτένιος
[marɣariˈteɲos]
Ανακ.
Από το μεταγν. ουσ. μαργαρίτης = μαργαριτάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ένιος. Εναλλακτικά, από το μεσν. ουσ. μαργαριταρένιος με ανομοιωτ. αποβ. της συλλ. [ar].
Μαργαριταρένιος
Συνών.
μαργαριταριώνας