ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαργαριτένιος (επίθ.) μαργαριτένιος [marɣariˈteɲos] Ανακ. Από το μεταγν. ουσ. μαργαρίτης = μαργαριτάρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ένιος. Εναλλακτικά, από το μεσν. ουσ. μαργαριταρένιος με ανομοιωτ. αποβ. της συλλ. [ar].
Μαργαριταρένιος Συνών. μαργαριταριώνας
Τροποποιήθηκε: 20/05/2025