ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαρκάλισσα (ουσ. θηλ.) μαρκάλτσα [marˈkaltsa] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. μαρκάλτζα [markaldza] Τζαλ., Φάρασ. μερκάλτσα [merˈkaltsa] Φάρασ. Από το ουσ. μαρκάλα και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Βλ. Grégoire (1909: 150).
Mαρκάλα, δράκαινα ό.π.τ. : Να φσάξει το φσ̑όκκο, να νάρτει ν' dα φά η μαρκάλτσα (Θα σφάξει το παιδί, θα έρθει να το φάει η δράκαινα) Φάρασ. -Dawk. Η μαρκάλτσα σώστου ν’ ακονέσει τα δαντάρε τ’ς τσ̑αι να βγει, θωρεί τι κανείς τζ̑ό ’νι (Η δράκαινα μέχρει να ακονίσει τα δόντια της και να βγει, βλέπει ότι δεν ήταν κανένας) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ένι α μαρκάλτσα, είσ̑εν τω φούρνον απμένον τζ̑αι φρουκαλαίνκεν τα μο τα βυζία τ’ς (Ήταν μιά δράκαινα που είχε τον φούρνο αναμμένο και τον σκούπιζε με τα βυζιά της) Φάρασ. -Παπαδ. Έσεισε το μήο η μερκάλτσα, ξείλτσεν κάτου (Τράνταξε τη μηλιά η δράκαινα, έπεσε κάτω, ενν. το παιδί που είχε ανέβει κρυφά) Φάρασ. -Dawk. Συνών. βαρβαργαρού, μαρκάλα