μαργαριταριώνας
(επίθ.)
μαργαριταριώνας
[marɣaritaˈrʝonas]
Σινασσ.
μαγλαϊταριώνας
[maɣlaitaˈrʝonas]
Αξ.
Από το ουσ. μαργαριτάρι, όπ. και τύπ. μαγλαϊτάρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μαργαριταρένιος
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Βάζ' ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματιώνας
και τα καλιγωσίνια του ούλα μαργαριταριώνας (Βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
και τα πέταλά του όλα μαργαριταρένια) Σινασσ. -Σωφρον. Συνών. μαργαριτένιος
και τα καλιγωσίνια του ούλα μαργαριταριώνας (Βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
και τα πέταλά του όλα μαργαριταρένια) Σινασσ. -Σωφρον. Συνών. μαργαριτένιος