ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαραίνω (ρ.) μαραίνω [maˈreno] Σινασσ. Παθ. μαραίνομαι [maˈrenome] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. μαραινούμαι [mareˈnume] Φάρασ. Αόρ. μαράθα [maˈraθa] Τελμ. μαρέθα [maˈreθa] Φάρασ. Μτχ. μαραμένο [maraˈmeno] Ανακ., Γούρδ., Σινασσ. Aρχ. ρ. μαραίνω = α) εξασθενώ, σβήνω β) παθ. εξασθενώ, ξεραίνομαι, μαραίνομαι, καταλαγιάζω, παύω να υπάρχω. Για τον τύπ. μαραινούμαι βλ. Dawkins (1916: 189).
1. Μαραίνομαι, για φυτά Γούρδ., Σινασσ. : To βασιλικό μαραμένο 'ναι (Ο βασιλικός είναι μαραμένος) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. μαρώνω, ξιφροντίζω, σολντίζω :1, τσιβουρκώνω
2. Στενοχωριέμαι και φθείρομαι ψυχικά ή και σωματικά Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ. : Το βασιλόπουλο ασ' το δεν μπόρ'σεν κανείς να τα ορμηνέψ', ημέρα στην ημέρα μαραίνετο (Το βασιλόπουλο, επειδή κανείς δεν μπόρεσε να τα ερμηνεύσει (αυτά που γράφτηκαν με τρόπο μαγικό), μαραινόταν μέρα με την μέρα) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Τάξε τον κι ας σ̑αίρεται, άφες τον κι ας μαραίνεται (Τάξε του για να χαίρεται και (μετά) άσ' τον να στενοχωριέται˙ Για εκείνους που εξαπατούν τους άλλους με κενές υποσχέσεις) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. Νύφη μου μη μαραίνεσαι και μη παραπονιέσαι Σινασσ. -Αρχέλ. Σήκω πάπια, σήκω, χήνα μ', σήκω κι άλλαξε
Φόρεσ' τα χρυσά σου ρούχα, πάμ' στην εκκλησιά
να σε διουν τα παλληκάρια να μαραίνονται
να σε διω κι εγώ ο καημένος και να χαίρουμαι πολύ
Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
Εγώ κομπώθα και ήπια το, φαρμακώθην καργιά μου
εγώ κομπώθα κι έπλυθα, μαράθη η χαραγή μου
(Εγώ ξεγελάστηκα και το ήπια, φαρμακώθηκε η καρδιά μου,
εγώ ξεγελάστηκα και πλύθηκα, μαράθηκε το πρόσωπό μου)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. ζουριάζω
3. Μεσοπαθ., φροντίζω για κάτι, προσπαθώ Φάρασ. : Τζαι 'τζει σον ταρό μαραίνοτον ναύρει α ποθέ ταρό (Και εκείνο τον καιρό προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία) Φάρασ. -Lag. Συνών. παλεύω :2, πολεμώ :1, τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω