ξιφροντίζω
(ρ.)
ξιφροντίζω
[ksifronˈdizo]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Αμφίβολη η συσχέτιση με το αρχ. ρ. ἐκφροντίζω = επιμελούμαι, με την μεσν. σημ. ‘απαλλάσσομαι των φροντίδων’.
Για φυτά, άνθη και δένδρα, μαραίνομαι
Συνών.
ξουφρώνω
Τροποποιήθηκε: 16/06/2025