ξιφροντίζω
(ρ.)
ξιφροντίζω
[ksifronˈdizo]
Φάρασ.
Πιθ. από τo πρόθμ. ξε- (με επιτατική σημ.) και το ρ. βροντίζω, όπου και κυπρ. τύπ. φροντώ (ΙΛΝΕ, λ. βροντῶ). Για την σημ. πβ. τις ν.ε. διαλεκτ. σημ. ‘προσβάλλομαι από νόσο’ και ‘καταστρέφω, αφανίζω’ (βλ. ΙΛΝΕ, λ. βροντῶ Α7, Β3β). Εναλλακτικά αλλά λιγότερο πιθ. από το αμάρτ. ρ. σουφριδίζω, το οπ. από το μεσν. ουσ. σούφρα = ρυτίδα (< μεταγν. ουσ. σῦφαρ = κομμάτι από παλιό και ζαρωμένο πετσί· για την ετυμολ. της μεσν. λ. σούφρα, βλ. LBG) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. ουσ. σούφρα = παιδική ασθένεια, ατροφία, και ν.ε. διαλεκτ. επίθ. σουφριδιάρης = καχεκτικός. Λιγότερο πιθ. η συσχέτιση με το αρχ. ρ. ἐκφροντίζω = επιμελούμαι, με την μεσν. σημ. ‘απαλλάσσομαι των φροντίδων’.
Για φυτά, άνθη και δένδρα, μαραίνομαι
Συνών.
ξουφρώνω