ξολοπίσω
(επίρρ.)
ξολοπίσω
[ksolopiso]
Αξ.
Από το μεσν. επίρρ. ἐξόλου = εντελώς με αποβολή του αρκτ. [e] και το επίρρ. πίσω.
Ανάποδα, ανάσκελα
Συνών.
ανάσκελα