ξοβωτός
(επίθ.)
ξοφωτάς
[ksofοˈtas]
Φάρασ.
Ουδ. Πληθ.
ξοβωτά
[ksovοˈta]
Αξ., Μισθ., Φλογ.
ξoβουτά
[ksovu'ta]
Μαλακ.
ξοφωτά
[ksofoˈta]
Φλογ.
ξοωτά
[ksooˈta]
Τσαρικ.
ξιβωτά
[ksivoˈta]
Ανακ., Σινασσ.
ξιβουτά
[ksivuˈta]
Ποτάμ.
ξιφωτά
[ksifοˈta]
Ανακ.
Από το μεσν. επίθ. ἐξεφθός, βλ. Κουκουλές ΒΒΠ 5, σ. 67 και Κωστάκης (1963: 89), πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. από το ουσ. ωβόν (βλ. λ. αβγό) και αναλογ. προς ουσιαστικοπ. ρηματ. επίθ. σε -τό(ς).
1. Ως επίθ. για αβγά, ψημένος μέσα σε νερό, ποσέ
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Πολλοί σ̑άνισ̑καν τα ξοβωτά· τσάκωναν το εβγό, καυτό νερό ρίβισ̑καν ντο μέσα, αφήνισ̑καν ντο και λίγο μελάτο
(Πολλοί τα έκαναν ποσέ· έσπαζαν το αβγό, το έρριχναν μέσα σε καυτό νερό, το άφηναν και λίγο μελάτο)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Σου γιαζού ξοφωτά οβγά πού να α βρίκσεις;
(Mέσα στον κάμπο αβγά ποσέ πού να τα βρείς;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Αβγά μάτια σε βούτυρο
Ανακ.
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025