ξομώνω
(ρ.)
ξομώνω
[ksoˈmono]
Φλογ.
Από το πρόθμ. ξε- και το ρ. γεμώνω, όπου και τύπ. γομώνω με αποβολή του αρκτικού [ɣ] (πβ. και τύπ. 'εμώνω).
Ξαναγεμίζω
:
Γιομών', ξομών' ένα καλάθ' σ̑ύκες
(Γεμίζει ξαναγεμίζει ένα καλάθι σύκα)
Φλογ.
-Dawk.
βλ.
γεμώνω