ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξουριστέρης (ουσ. αρσ.) ξουριστέρ' [ksuriʹster] Φάρασ. Πληθ. ξουριστέροι [ksuriʹsteri] Από το νεότ. ουσ. ξυριστής και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Κουρέας, μπαρμπέρης : Σα παλέ τις χρόνες τζας ήσανται τα καμήλε τελάλοι τζ’ οι παντιτζοί ξουριστέροι (Τα παλιά τα χρόνια, όταν ήταν οι καμήλες ντελάληδες και οι ποντικοί κουρείς) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. μπερμπέρης