ξουριστέρης
(ουσ. αρσ.)
ξουριστέρ'
[ksuriʹster]
Φάρασ.
Πληθ.
ξουριστέροι
[ksuriʹsteri]
Από το νεότ. ουσ. ξυριστής και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Κουρέας, μπαρμπέρης
:
Σα παλέ τις χρόνες τζας ήσανται τα καμήλε τελάλοι τζ’ οι παντιτζοί ξουριστέροι
(Τα παλιά τα χρόνια, όταν ήταν οι καμήλες ντελάληδες και οι ποντικοί κουρείς)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
μπερμπέρης