ξουραφίζω
(ρ.)
ξυραφίζω
[ksiraʹfizo]
Τροχ.
ξουραφίζω
[ksuraʹfizo]
Αξ.
Παθ.
ξουραφίζομαι
[ksuraˈfizome]
Σινασσ.
Από το νεότ. ρ. ξυραφίζω.
1. Ξυρίζω -ομαι
ό.π.τ.
2. Kάνω χαρακιές με ξυράφι
Τροχ.
:
Δυο μέρες με το ξυράφι ξυράφιζαν το· δίνουν το πολλά ξυραφιές
(Για δυό μέρες το χαράζουν με ξυράφι, του δίνουν πολλές ξυραφιές· πρόληψη για κάθαρση αίματος μωρών)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025