ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξουραφίζω (ρ.) ξυραφίζω [ksiraʹfizo] Τροχ. ξουραφίζω [ksuraʹfizo] Αξ. Παθ. ξουραφίζομαι [ksuraˈfizome] Σινασσ. Από το νεότ. ρ. ξυραφίζω.
1. Ξυρίζω -ομαι ό.π.τ.
2. Kάνω χαρακιές με ξυράφι Τροχ. : Δυο μέρες με το ξυράφι ξυράφιζαν το· δίνουν το πολλά ξυραφιές (Για δυό μέρες το χαράζουν με ξυράφι, του δίνουν πολλές ξυραφιές· πρόληψη για κάθαρση αίματος μωρών) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025