ξουρούσι
(ουσ. ουδ.)
ξουρούσ̑'
[ksuˈruʃ]
Σινασσ.
Πληθ.
ξουρούσ̑ια
[ksuˈruʃça]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. ξυρρύχι (γρ. ξυρίχη, ξυρίχι), το οπ. από το μεταγν. ουσ. ὀξύρρυγχος (Κορ. Ἀτ. IV, 364, Andriotis 1974: 411, Georgacas 1978: 114, 122, 142), πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. öksürüç ως δάνειο από την ελλ. (THADS, λ. öksürüç, Tzitzilis 1987α: 96). Η λ. ξυρρύχιν Πόντ.
1. Είδος ρέγγας, παστή μουρούνα
Σινασσ.
2. Ως χαρακτηρισμός για πολύ αδύνατο άνθρωπο
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025