ξυλιά
(ουσ. θηλ.)
ξυλιά
[ksiˈʎa]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ξυλία = χτύπημα, δαρμός, το οπ. από το ουσ. ξύλο και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Χτύπημα με το χέρι ως δαρμός
ό.π.τ.
:
Να φας ξυλιές!
(Θα φας ξυλιές!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κοπάνισμα :2, κρούσιμο, κοτέκι :2, ξύλο, φάγισμα