ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυλιά (ουσ. θηλ.) ξυλιά [ksiˈʎa] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. ξυλία = χτύπημα, δαρμός, το οπ. από το ουσ. ξύλο και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Χτύπημα με το χέρι ως δαρμός ό.π.τ. : Να φας ξυλιές! (Θα φας ξυλιές!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. κοπάνισμα :2, κρούσιμο, κοτέκι :2, ξύλο, φάγισμα