ξουφρώνω
(ρ.)
ξουφρώνω
[ksuˈfronο]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. σουφρώνω = ζαρώνω, το οπ. από το μεσν. ουσ. σούφρα = ρυτίδα (< μεταγν. ουσ. σῦφαρ = κομμάτι από παλιό και ζαρωμένο πετσί· για την ετυμολ. της μεσν. λ. σούφρα, βλ. LBG) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. ουσ. σούφρα = παιδική ασθένεια, ατροφία και ν.ε. διαλεκτ. επίθ. σουφριδιάρης = καχεκτικός.
Για φυτά, άνθη και δέντρα, μαραίνομαι
Συνών.
ξιφροντίζω